- παντοῦχος
- παντοῦχος, ον,A all-containing or -embracing,
συναίρεσις Dam.Pr.66
; ἐνέργεια π. τοῦ ἑνός ib.117.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναίρεσις Dam.Pr.66
; ἐνέργεια π. τοῦ ἑνός ib.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παντοῦχος — all containing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντούχος — ον, Μ αυτός που περιέχει ή περιβάλλει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ούχος*] … Dictionary of Greek
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek